- προδιαναθλέω
- Μ(για χριστιανό μάρτυρα) αγωνίζομαι πρώτος απ' όλους για την επικράτηση τής πίστης μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διά + ἀνά + ἀθλῶ «αγωνίζομαι με ζήλο για την επικράτηση μιας ιδεολογίας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.